- ἀποφθορᾷ
- ἀποφθοράabortionfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποφθορά — ἀποφθορά, η (Α) 1. πλήρης καταστροφή 2. άμβλωση, αποβολή … Dictionary of Greek
ἀποφθοράν — ἀποφθορά̱ν , ἀποφθορά abortion fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφθοράς — ἀποφθορά̱ς , ἀποφθορά abortion fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφθορᾶς — ἀποφθορά abortion fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφθορῆς — ἀποφθορά abortion fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)